ορεογραφικός

ορεογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορεογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορεογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορογραφικός — ή, ό 1. ο ορεογραφικός 2. φρ. «ορογραφικός υετός» (μετεωρ.) η βροχή, το χιόνι ή οποιαδήποτε άλλη μορφή κατακρημνίσματος που παράγεται κατά την ανοδική πορεία μιας υγρής αέριας μάζας πάνω από μια οροσειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορογραφία. Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Παμίρ — Οροπέδιο της κεντρικής Ασίας, σπουδαίος ορεογραφικός κόμβος, από όπου ξεκινούν οι ορεινές αλυσίδες των Ιμαλαΐων, Καρακόραμ, Κουνλούν, Τιεν Σαν, Αλάι και Χιντουκούς. Το οροπέδιο, που οι ιθαγενείς το ονομάζουν Μπαμ ι Ντουνιά (στέγη του κόσμου),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”